πιάστρο

πιάστρο
το, Ν
(νομισμ.) νομισματική μονάδα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου, που ισοδυναμεί με το 1/100 τής τουρκικής και τής αιγυπτιακής λίρας και που στην περίπτωση τής πρώτης λέγεται και γρόσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piastra «λεπτός μεταλλικός δίσκος, κέρμα» < λατ. emplastrum < έμ-πλαστρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δολάριο — Νομισματική μονάδα που χρησιμοποιείται σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Λιβερία κ.ά. Το γνωστότερο και σημαντικότερο, εξαιτίας της θέσης που κατέχει στο διεθνές εμπόριο, είναι το δ. των ΗΠΑ (dollar), το οποίο δημιουργήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • πιάστρα — η, Ν 1. κομμάτι από ύφασμα με το οποίο πιάνει κανείς θερμά σκεύη («πιάνω το τσουκάλι με τις πιάστρες») 2. το πιάστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ τού αορ. έ πιασ α τού πιάνω + κατάλ. τρα (πρβλ. σφυρίχτρα)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”